- τριτημόριο(ν)
- το (одна) треть, третья часть
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τριτημόριο — το / τριτημόριον, ΝΜΑ βλ. τριτημόριος … Dictionary of Greek
τριτημόριο — το καθένα από τρία ίσα μέρη στα οποία χωρίστηκε κάτι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στερνοκλειδομαστοειδής — ές, Ν φρ. «στερνοκλειδομαστοειδής μυς» ανατ. μυς τής προσθιοπλάγιας επιφάνειας τού τραχήλου που εκφύεται από τη λαβή τού στέρνου και το έσω τριτημόριο τής κλείδας και καταφύεται στη μαστοειδή απόφυση τού κροταφικού και το έξω ημιμόριο τής άνω… … Dictionary of Greek
τετραούγκιον — και τετραούγγιον και τετρούγκιον, τὸ, ΜΑ 1. το ένα τριτημόριο 2. νόμισμα τεσσάρων ουγγιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + οὐγγία / οὐγκία] … Dictionary of Greek
τριάς — (I) άδος, η, ΝΜΑ βλ. τριάδα. (II) ᾱντος, ό Α 1. σικελικό νόμισμα ίσο προς το ένα τρίτο τής λίτρας, δηλ. ίσο προς τέσσερεις ουγγιές 2. (κατά τον Ησύχ.) «τριᾱντος πόρνη λαμβάνουσα τριᾱντα, ὅ ἐστι λεπτὰ εἴκοσι (κα )». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αποτελεί απόδοση… … Dictionary of Greek
τριτήμορον — τὸ, Α το τριτημόριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + μόρος] … Dictionary of Greek
τριτημορίς — ίδος, ἡ, Α το τριτημόριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριτήμορον + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. τεταρτη μορ ίς)] … Dictionary of Greek
τριτημόριος — α, ο / τριτημόριος, ον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ουδ. τριταμόριον Α 1. αυτός που αποτελεί το ένα τρίτο ενός συνόλου 2. το ουδ. ως ουσ. το τριτημόριο(ν) α) το ένα τρίτο, καθένα από τα τρία ίσα μέρη ενός συνόλου β) μουσ. το ένα τρίτο τού τόνου μσν. 1. ο… … Dictionary of Greek
Βρυέννιος — Επώνυμο μεγάλης βυζαντινής οικογένειας. 1. Θεόκτιστος (9ος αι.). Βυζαντινός στρατηγός. Με εντολή της αυτοκράτειρας Θεοδώρας στράφηκε το 849 εναντίον των Σλάβων της Πελοποννήσου, τους οποίους κατόρθωσε να περιορίσει στην περιοχή του Ταϋγέτου, ενώ… … Dictionary of Greek
Δαλεκαρτσέρι — Εξελληνισμένος τύπος του επωνύμου της οικογένειας των Ιταλών ευγενών Ντάλε Καρτσέρι (Dalle Carceri) από τη Βερόνα, πολλοί από τους οποίους ήρθαν στην Ελλάδα με τον Βονιφάτιο τον Μομφερατικό και εγκαταστάθηκαν στην Εύβοια, την οποία δυνάστευσαν… … Dictionary of Greek
τρίτο — το τριτημόριο (βλ. λ.): Στο δεκαήμερο πληρώνομαι το τρίτο του μισθού μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)